ηλεκτροπτική

ηλεκτροπτική
Κλάδος της φυσικής που εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ ηλεκτρισμού και φωτός. Ειδικότερα, η η. ερευνά τις μεταβολές των οπτικών ιδιοτήτων των υλικών μέσων κάτω από την επίδραση ηλεκτρικών πεδίων και τις ιδιομορφίες της αλληλεπίδρασης της οπτικής ακτινοβολίας με το υλικό μέσο, που οφείλονται σε αυτές τις μεταβολές.
* * *
η
βλ. ηλεκτροοπτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”